-
1 военный
επ.1. πολεμικός• στρατιωτικός•-ые события πολεμικά γεγονότα• στρατιωτικές επιχειρήσεις• -Οβ•
положение πολεμική κατάσταση• κατάσταση πολιορκίας•
- ая таина στρατιωτικό μυστικό (ή απόρρητο)•
-ое судно πολεμικό σκάφος•
-ая служба στρατιωτική υπηρεσία•
военный завод στρατιωτικό εργοστάσιο•
военный врач στρατιωτικός γιατρός•
-ое училище στρατιωτική σχολή.
2. ουσ. ο στρατιωτικός.εκφρ.военный коммунизм – πολεμικός κομμουνισμός, οικονομική πολιτική της σοβ. εξουσίας τον καιρό του πολέμου (1918-20)• на -ую ногу όπως συνηθίζεται στους στρατιωτικούς, κατά τους στρατιωτικούς.